συζεύξῃς

συζεύξῃς
συζεύγνυμι
yoke together
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δερματόπτερα — (dermatoptera).Τάξη εντόμων της υφομοταξίας των πτερυγωτών. Το σώμα τους είναι πεπιεσμένο, λεπτό, σκούρο και σκληρό, εξαιτίας της επένδυσής του με χιτίνη. Το κεφάλι φέρει μεγάλα, σύνθετα μάτια και αρκετά μακριές κεραίες που αποτελούνται από 10… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • ενδόμιξη — η σειρά φαινομένων μέσα στο κύτταρο και κυρίως στον πυρήνα χωρίς παρέμβαση τής σύζευξης …   Dictionary of Greek

  • ολιγόχαιτοι — (oligochaetae). Τάξη χαιτοπόδων σκουληκιών, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εξαρτημάτων και παραπόδων. Οι σμήριγγές τους είναι λίγες και απλές. Οι ο. είναι μικρότεροι σκώληκες με εμφανή εξωτερική μεταμέρεια. Οι περισσότεροι ζουν στα γλυκά νερά …   Dictionary of Greek

  • πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… …   Dictionary of Greek

  • ρύθμιση — η / ῥύθμισις, ίσεως, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] η διάταξη σύμφωνα με έναν ορισμένο ρυθμό νεοελλ. 1. (σχετικά με πράγμα ή καταστάσεις) διευθέτηση, διακανονισμός, τακτοποίηση (α. «η ρύθμιση τών θεμάτων αυτών αναβλήθηκε» β. «επιτεύχθηκε η ρύθμιση τής τροχαίας… …   Dictionary of Greek

  • σκολοπακίδες — (Scolopacidae). Οικογένεια ελόβιων πουλιών, που περιλαμβάνει τα γένη μπεκάτσα (σκολόπαξ), σκολομτκκατσίνι (σκολοπακίδα) και άλλα. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται και 75 περίπου είδη του βόρειου ημισφαίριου καθώς και περιοχών του ίδιου ημισφαίριου …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”